english version




Νέα

Η χρησιμότητα του περιοδικού προληπτικού ελέγχου (check-up) στους άντρες


Αναστάσιος Δ. Καλαντζής, Χειρουργός Ουρολόγος - Ανδρολόγος

 

Οι άντρες, σε αντίθεση με τις γυναίκες, δεν επισκέπτονται συστηματικά τον γιατρό τους για τον έλεγχο των γεννητικών οργάνων και του αναπαραγωγικού τους συστήματος. Όπως εξηγούν οι ειδικοί, οι άντρες έχουν την τάση να επισκέπτονται τον ανδρολόγο μόνο όταν αντιμετωπίζουν μία συγκεκριμένη διαταραχή. Αναμφίβολα η πρώιμη διάγνωση ορισμένων παθήσεων οδηγεί στην σωστότερη και αποτελεσματικότερη αντιμετώπιση τους και αυτό ισχύει τόσο για τις καλοήθεις όσο και για τις κακοήθεις παθήσεις. Ένας περιοδικός έλεγχος αποτελεί τον καλύτερο τρόπο πρόληψης, αφού εγγυάται την έγκαιρη διάγνωση μιας διαταραχής ή πάθησης, που μπορεί να επηρεάσει αρνητικά την καθημερινότητα και τη ζωή κάθε άντρα.


Στόχος του περιοδικού προληπτικού ελέγχου στους ασυμπτωματικούς (δίχως συμπτώματα) ενηλίκους είναι η πρόληψη της νοσηρότητας και της θνησιμότητας, με τον προσδιορισμό παραγόντων κινδύνου, πρώιμων κλινικών σημείων και συμπτωμάτων ασθενειών που μπορούν να θεραπευτούν.
Όσο αφορά το ερώτημα για το είδος των εξετάσεων που πρέπει να περιλαμβάνει ο προληπτικός έλεγχος και για το χρονικό διάστημα που πρέπει να γίνεται, δεν υπάρχει απόλυτη ομοφωνία.


Στο παρελθόν οι περισσότερες ιατρικές ενώσεις συνιστούσαν να γίνεται ετήσιος ιατρικός έλεγχος. Πρόσφατα όμως η Αμερικάνικη Ιατρική Εταιρεία (American Medical Association), καθώς και άλλοι έγκυροι ιατρικοί οργανισμοί άρχισαν να συστήνουν αραιότερα χρονικά διαστήματα διενέργειας του ελέγχου. Έτσι, η σύσταση για το περιοδικό check-up στους υγιείς ενηλίκους είναι:

  • Για τις ηλικίες 19-40 ετών ανά 5 έτη.
  • Για τις ηλικίες 40-65 ετών ανά 1-3 έτη.
  • Για τις ηλικίες άνω των 65 ετών ανά 1 έτος.

Το είδος και ο αριθμός των εργαστηριακών εξετάσεων οι οποίες θα περιλαμβάνει το check-up θα καθοριστούν από τον Ουρολόγο-Ανδρολόγο, βάση του ιατρικού ιστορικού, των ευρημάτων της κλινική εξέτασης στην οποία θα υποβληθούμε και την ηλικία του κάθε ατόμου. Υπάρχουν όμως κάποιες συγκεκριμένες εξετάσεις που γίνονται στο αίμα και στα ούρα με τις οποίες κρίνεται η συνολική κατάσταση της υγείας του ατόμου και ειδικότερα των ζωτικών του οργάνων.


Σε αυτές συγκαταλέγονται:

  • Γενική αίματος.
  • Ταχύτητα Καθίζησης Ερυθρών (ΤΚΕ).
  • Σάκχαρο (έλεγχος για σακχαρώδη διαβήτη).
  • Ουρία και Κρεατινίνη (έλεγχος της νεφρικής λειτουργίας).
  • Τρανσαμινάσες, γGT (έλεγχος της ηπατικής λειτουργίας).
  • Χοληστερόλη, HDL, LDL, Τριγλυκερίδια (έλεγχος λιπιδαιμικού προφίλ).
  • Ουρικό οξύ (έλεγχος υπερουρικαιμίας).
  • Ειδικό Προστατικό Αντιγόνο-PSA.
  • Γενική ούρων (έλεγχος παθήσεων του ουροποιητικού συστήματος).
  • Ακτινογραφία Θώρακος (ακτινογραφία αναφοράς για πιθανά μελλοντικά ευρήματα).
  • Ηλεκτροκαρδιογράφημα (αδρός έλεγχος καρδιακής λειτουργίας).
  • Υπερηχογραφικό έλεγχο του ουροποιητικού συστήματος (παρέχει πληροφορίες για την ανατομία των νεφρών, της ουροδόχου κύστης, του προστάτη και εκτιμά την εκκένωση της κύστης).
  • Ουροροομετρία

Με την εξέταση PSA (μέτρηση προστατικού αντιγόνου) ,προσδιορίζετε η τιμή ενός ενζύμου του προστάτη και είναι ικανή να αποκαλύψει οποιαδήποτε παθολογία στον αδένα αυτόν, είτε είναι φλεγμονή (προστατίτιδα), είτε διόγκωση (καλοήθης υπερπλασία) ή καρκίνος. Άνδρες άνω των 50 οφείλουν να την πραγματοποιούν σε ετήσια βάση, ενώ άτομα με βεβαρημένο ιατρικό ιστορικό είναι καλό να την κάνουν από τα 40 τους.


Ο καρκίνος του προστάτη αποτελεί την δεύτερη αιτία θανάτου από καρκίνο στους άντρες. Συνήθως εμφανίζεται σε άντρες ηλικίας 60 – 80 ετών, αναπτύσσεται αργά, δεν εξαπλώνεται σε άλλα σημεία και η έγκαιρη διάγνωση και αντιμετώπιση έχει θετικά αποτελέσματα. Επειδή στα πρώτα στάδια της νόσου δεν υπάρχουν συμπτώματα, για το λόγο αυτό οι άντρες άνω των 45 ετών πρέπει να υποβάλλονται μία φορά το χρόνο σε κλινικοεργαστηριακό έλεγχο. Δεν υπάρχουν σαφή αίτια για την εμφάνιση του καρκίνου του προστάτη, βασικοί παράγοντες όμως είναι η ηλικία, η κληρονομικότητα, η διατροφή, οι ανδρικές ορμόνες και η φυλή.


Ο καρκίνος των όρχεων είναι ένας σχετικά σπάνιος καρκίνος, που εμφανίζεται μόλις στο 2% των ανδρών και θεωρείται η πλέον θεραπεύσιμη μορφή ουρολογικού καρκίνου, με ποσοστό επιβίωσης 90%, στα αρχικά στάδια της νόσου. Δυστυχώς όμως σε σχέση με άλλες ηλικιακές ομάδες, «προτιμά» εφήβους και νέους ηλικίας 15-34 ετών και αποτελεί την 3η κατά σειρά αιτία θανάτου σε αυτές τις ηλικίες. Η αιτιολογία – παθογένεια του καρκίνου των όρχεων είναι ουσιαστικά άγνωστη. Πολλοί είναι οι παράγοντες στους οποίους μπορούμε να πούμε ότι οφείλεται ο καρκίνος των όρχεων όπως τραύματα, επανειλημμένες λοιμώξεις, χορήγηση οιστρογόνων στη μητέρα κατά την διάρκεια της κύησης κ.α. εκτός από την κρυψορχία που είναι η μόνη επιβεβαιωμένη αιτία για την ανάπτυξη του καρκίνου των όρχεων.


Δεν είναι όμως μονό ο καρκίνος του Προστάτη και των Όρχεων ή άλλες παθήσεις του προστάτη των όρχεων και του πέους που χρήζουν άμεσης αντιμετώπισης και θεραπείας. Τα Σεξουαλικώς Μεταδιδόμενα Νοσήματα (ΣΜΝ) είναι πολύ διαδεδομένα και αυξάνονται με πολύ γρήγορο ρυθμό παγκοσμίως. Η τάση εξάπλωσης του κάθε νοσήματος ποικίλει, αλλά αποτελούν σημαντικό πρόβλημα για την Δημόσια Υγεία και αφορά όλους όσους έχουν ενεργό σεξουαλική ζωή.


Σε σχέση με άλλες ηλικιακές ομάδες, οι νέοι και οι έφηβοι ανήκουν στην ομάδα υψηλής επικινδυνότητας για την πρόσληψη ΣΜΝ λόγω της σεξουαλικής τους συμπεριφοράς (πολλαπλούς σεξουαλικούς συντρόφους, έλλειψης μέτρων προφύλαξης). Οι γυναίκες σε αντίθεση με τους άντρες αντιμετωπίζουν πιο σοβαρές επιπτώσεις και επιπλοκές των ΣΜΝ και είναι βιολογικά πιο ευάλωτες στην πρόσληψη κάποιων νοσημάτων όπως HPV, γονόρροια, χλαμύδια. Πολλά ΣΜΝ μπορεί να οδηγήσουν (άνδρες και γυναίκες) λόγω ανάπτυξης φλεγμονώδους νόσου της πυέλου σε Υπογονιμότητα, Διαταραχή της σεξουαλικής τους συμπεριφοράς (δυσπαρευνία, κολεόσπασμο, διαταραχή του οργασμού) ή ακόμα και διαταραχές κατά την διάρκεια της κύησης. Υπολογίζεται ότι το 20-30% των πρόωρων τοκετών και της βρεφικής θνησιμότητας ή αναπηρίας οφείλεται σε ΣΜΝ.


Ένα επίσης πολύ σημαντικό πρόβλημα, “φαινόμενο” των καιρών μας, που επηρεάζει άτομα και των δύο φύλλων σεξουαλικά ενεργείς ανεξαρτήτου ηλικίας, είναι οι σεξουαλικές δυσλειτουργίες.


Σεξουαλικές Δυσλειτουργίες χαρακτηρίζονται οι παθήσεις που προκαλούν διαταραχή στη σεξουαλική λειτουργία του ατόμου. Είναι διαταραχές που δεν επιτρέπουν στο άτομο τη σεξουαλική ικανοποίηση και μερικές φορές ακόμα και την σεξουαλική επαφή, με αποτέλεσμα την αρνητική επίδραση στην ποιότητα της ζωής του ατόμου. Συχνά για την αντιμετώπιση των σεξουαλικών δυσλειτουργιών πρέπει να γίνει συνδυασμός της θεραπείας με ψυχοθεραπεία.


Οι διαταραχές σεξουαλικής επιθυμίας σ’ ένα άτομο, εξαρτώνται από πολλούς παράγοντες όπως μακρόχρονη αποχή, διαπροσωπικές διαφορές με τον (την) σύντροφο, σωματική κόπωση, άγχος, χρόνιο στρες, Θρησκευτικά και Κοινωνικά ταμπού, έλλειψη εκπαίδευσης γύρω από το σεξ. Τα αίτια μπορεί να είναι οργανικά (αγγειακά, νευρογενή, ορμονικά, χρόνιες παθήσεις, χρήση φαρμακευτικών ουσιών, λοιμώξεις, λανθάνουσες κακοήθεις παθήσεις του κατώτερου ουρογεννητικού), ψυχογενή (κατάθλιψη, άγχος απόδοσης) ή λόγω ηλικίας.

 

 Από τις πιο συνηθισμένες παθήσεις είναι:

  • Υποτονική Σεξουαλική Επιθυμία: Δυσκολία ή απουσία ερωτικών φαντασιώσεων και επιθυμίας για σεξουαλικές δραστηριότητες. Η θεραπεία είναι φαρμακευτική ή χειρουργική.
  • Σεξουαλική Αποστροφή: Αποστροφή ή αποφυγή για επαφή με τα γεννητικά όργανα και κάθε γενετικής σεξουαλικής επαφής, είτε με ένα σύντροφο είτε μέσω αυτοϊκανοποίησης. Η θεραπεία είναι φαρμακευτική ή χειρουργική.
  • Στυτική Δυσλειτουργία. Χαρακτηρίζεται ως μία “Διαταραχή” και είναι η μόνιμη ή περιοδική αδυναμία του άντρα να πετύχει και να διατηρήσει μια στύση επαρκή για ικανοποιητική σεξουαλική επαφή. Τα αίτια μπορεί να είναι οργανικά (αγγειακά, νευρογενή, ορμονικά, χρόνιες παθήσεις, χρήση φαρμακευτικών ουσιών, λοιμώξεις, λανθάνουσες κακοήθεις παθήσεις του κατώτερου ουρογεννητικού), ψυχογενή (κατάθλιψη, άγχος απόδοσης) ή λόγω ηλικίας. Οι θεραπευτικές επιλογές για την αντιμετώπιση του προβλήματος είναι πολλές όπως φαρμακευτική αγωγή, χειρουργική θεραπεία, κατάλληλη ψυχοθεραπευτική αντιμετώπιση.
  • Διαταραχή του οργασμού (ανοργασμία) είναι η επανειλημμένη καθυστέρηση ή απουσία οργασμού ύστερα από μια φυσιολογική σεξουαλική διέγερση. Τα αίτια μπορεί να είναι οργανικά (αγγειακά, νευρογενή, ορμονικά, χρόνιες παθήσεις, χρήση φαρμακευτικών ουσιών, λοιμώξεις, λανθάνουσες κακοήθεις παθήσεις του κατώτερου ουρογεννητικού), ψυχογενή (κατάθλιψη, άγχος απόδοσης) ή λόγο ηλικίας και προκαλεί δυσκολία στις διαπροσωπικές σχέσεις και έντονη υποκειμενική ενόχληση. Η θεραπεία είναι φαρμακευτική ή χειρουργική.
  • Πρόωρη εκσπερμάτιση. Εννοούμε «τη μη ικανότητα του άντρα να ελέγχει ο ίδιος την εκσπερμάτισή του με αποτέλεσμα να κορυφώνει χωρίς τη θέλησή του, με ελάχιστο σεξουαλικό ερεθισμό, πριν, κατά τη διάρκεια ή σχεδόν αμέσως μετά τη διείσδυση και πριν το επιθυμήσει ο ίδιος». Η πάθηση αυτή οφείλεται σε ψυχολογικούς και βιολογικούς παράγοντες. Τα αίτια μπορεί να είναι οργανικά (αγγειακά, νευρογενή, ορμονικά, χρόνιες παθήσεις, χρήση φαρμακευτικών ουσιών, λοιμώξεις, λανθάνουσες κακοήθεις παθήσεις του κατώτερου ουρογεννητικού), ψυχογενή (κατάθλιψη, άγχος απόδοσης) ή λόγω ηλικίας. Η θεραπεία είναι φαρμακευτική και ψυχοϋποστηρικτική.
  • Καθυστερημένη εκσπερμάτιση, είναι η δυσκολία που αντιμετωπίζει ένας άντρας να εκσπερματίσει κατά τη διάρκεια της σεξουαλικής πράξης ή χρειάζεται μεγάλο χρονικό διάστημα γι’ αυτό. Η πάθηση αυτή οφείλεται σε ψυχολογικούς και βιολογικούς παράγοντες. Τα αίτια μπορεί να είναι οργανικά (αγγειακά, νευρογενή, ορμονικά, χρόνιες παθήσεις, χρήση φαρμακευτικών ουσιών, λοιμώξεις, λανθάνουσες κακοήθεις παθήσεις του κατώτερου ουρογεννητικού), ψυχογενή (κατάθλιψη, άγχος απόδοσης) ή λόγο ηλικίας. Η θεραπεία είναι φαρμακευτική και ψυχοϋποστηρικτική.

Για τους λόγους αυτούς θα πρέπει ν’ αφήσουμε τα ταμπού και τις κοινωνικές προκαταλήψεις των παλαιοτέρων γενεών και να συνειδητοποιήσουμε ότι η πρόληψη είναι αυτή που θα μας προφυλάξει από μελλοντικούς κινδύνους και θα μας εξασφαλίσει μια καλύτερη ποιότητα ζωής. Ας αφήσουμε λοιπόν τον γιατρό μας να κρίνει την βαρύτητα των συμπτωμάτων που παρουσιάζουμε και να έχει μια ολοκληρωμένη και σαφή άποψη της κατάστασης της υγείας μας, έτσι ώστε εμείς να μπορούμε να ζούμε την καθημερινότητα μας χωρίς ενοχλήσεις και φόβους.